- υπερκύκνειος
- -ον, Μαυτός τού οποίου το τραγούδι είναι καλύτερο από το τραγούδι τών κύκνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κύκνειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπέρκυκνος — ον, Μ ὑπερκύκνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύκνος] … Dictionary of Greek